- προσαύξω
- πρόσ-αὐξάνωincreasepres subj act 1st sgπρόσ-αὐξάνωincreasepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
προσάνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «προσαύξω». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄνω (παρλλ. τ. τού ἀνύω) «διανύω, τελειώνω»] … Dictionary of Greek
προσαυξάνω — ΝΜΑ, προσαύξω Α [αὐξάνω/αὔξω] 1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω 2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.) αρχ. προσθέτω σε κάτι … Dictionary of Greek